-
1 ὄγκος
ὄγκος (A), ὁ,A barb of an arrow, in pl., the barbed points,νεῦρόν τε καὶ ὄγκους Il.4.151
, cf. 214 ;ὄγκοι τοῦ βέλους Philostr.Im.2.23
: sg., Onos.19.3.------------------------------------ὄγκος (B), ὁ,A bulk, size, mass of a body,μελέων ἀριδείκετον ὄ. Emp. 20.1
;ἀέρος ὄ. Id.100.13
;σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ Parm.8.43
: freq. in Pl., ; τὸν.. ὄ. τοῦ ἀριθμοῦ their total number, Lg. 737c ; τὸν τῶν σαρκῶν ὄ. ib. 959c ; σμικρᾶς πόλεως ὄ. a city of small size, Plt. 259b ;ἔχθρας ὄ. μέγαν Lg. 843b
; θαυμαστὸν ὄ. ἀράμενοι τοῦ μύθου taking on my shoulders a monstrous great story, Plt. 277b, etc.: freq. also in Arist., the space filled by a body, opp. τὸ κενόν, Ph. 203b28, al. ;ἴσος τὸν ὄ.
in bulk, GC ; , etc.b flatulent distentions, Diocl.Fr.43 (pl.).2 bulk, mass, body, ὄ. φρυγάνων a heap of faggots, Hdt. 4.62 ; ὄ. μαλθακός mass or roll of something soft, Hp.Art.26 ; σμικρὸς ὄ. ἐν σμικρῷ κύτει, of a dead man's ashes, S.El. 1142 ; γαστρὸς ὄ., of a child in the womb, E. Ion15 ;ὄ. πλήρης φλεβίων Arist.HA 515b1
: pl., bodies, material substances,Id.
Metaph. 1085a12, 1089b14 ; also ὁ ὄ. τῆς φωνῆς the volume of the note, Id.Aud. 804a15.3 a bushy top-knot, Poll.4.133.4 the human body,τῆς χολῆς ἀναχεομένης εἰς τὸν ὄ. Ruf.Anat.30
, cf. Sor.1.26, Plu.2.653f, Gal.1.272.II metaph., bulk, weight, trouble,βραχεῖ σὺν ὄ. S.OC 1341
.2 weight, dignity, pride, and in bad sense, self-importance, pretension, ὄ. ὀνόματος μητρῷος pride in the name of mother, Id.Tr. 817 ; ὄγκον αἴρειν exalt one's dignity, Id.Aj. 129 ;βραχὺν.. μῦθον οὐκ ὄγκου πλέων
of pretension,Id.
OC 1162 ;μείζον' ὄ. δορὸς ἤ φρενῶν E. Tr. 1158
;ἔχει τιν' ὄ. Ἄργος Ἑλλήνων πάρα Id.Ph. 717
;ἐς ὄ. βλέπειν τύχης Id.Fr.81
;τοῖς ζῶσι δ' ὄγκος Id.Rh. 760
;ὁ τῶν ὑπεροπτικῶν ὄ. Isoc.1.30
;τῷ.. γένους ὄγκῳ Pl.Alc.1.121b
;πραγμάτων ὄ. Epicur. Fr. 548
;τῆς ἀρχῆς τὸ μέγεθος καὶ ὁ ὄ. Plu.Fab.4
;ὄγκον περιθεῖναί τινι Id.Per.4
, etc.3 of style, loftiness, majesty,ὄ. τῆς λέξεως Arist. Rh. 1407b26
;ὁ τοῦ ποιήματος ὄ. Id.Po. 1459b28
, cf. Demetr.Eloc.36, al.: in bad sense, bombast,ὁ Αἰσχύλου ὄ. Plu.2.79b
.III in Philos., particle, mass, body, Epicur.Ep.1p.16U., Nat.12G., Asclep. Bith. ap. S.E.M.9.363 ; so in the physiology of the Methodics, ὄγκοι καὶ πόροι, = molecules and pores, Id. ap. Gal.1.499.------------------------------------A v. ὀγκηρός fin. -
2 ογκος
Iὅ [ἀγκών]1) загнутый назад зубец стрелы, кривой наконечник, крюк стрелыνεῦρόν τε καὴ ὄγκοι Hom. — завязка ( укреплявшая наконечник на древке) и крючья
2) предполож. угол ( геометрический) Arst.IIὅ [ἤνεγκον]1) груда, куча, масса(φρυγάνων Her.; τῶν σαρκῶν Plat.)
μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Plat. — ни в массе, ни в количестве2) сумма, общее количество, итог(τοῦ ἀριθμοῦ Plat.)
ὄ. πλήθους Plat. — общая численность3) величина, размеры(πόλεως Plat.)
ἔχθρας μέγας ὄ. Plat. — сильная вражда4) тело, кусок, комὄ. γαστρός Eur. — утробный плод
5) протяжение, объем(τῆς φωνῆς Arst.)
ἐκ βαθέος καὴ ταπεινοῦ οἱ ὄγκοι Arst. — из глубины и низкости, т.е. высоты (образуются) объемы7) филос. атом Sext.8) величие, достоинство значение, тж. авторитет(ἔχει τιν΄ ὄγκον Ἄργος Ἑλλήνων πάρα Eur.)
ὄ. μητρῷος ὀνόματος Soph. — полное достоинства звание матери9) гордость(ὄγκον δορὸς ἔχειν Eur.)
10) выспренность, высокий стиль(τῆς λέξεως, τοῦ ποιήματος Arst.)
-
3 εὔ-ογκος
εὔ-ογκος, 1) von großem Umfange, εὐογκότερον καὶ παχύτερον Arist. meteor. 4, 3; daher dem εὐτελές entgegengesetzt, groß u. wichtig, rhet. 3, 7; φωνή, volle Stimme, im Ggstz von ψιλή, Philoch. Ath. XIV, 637 f. – 21 von gutem Umfange, so daß man es leicht fassen, bequem handhaben kann, Eur. Stob. flor. 97, 17; Hippocr. u. Sp.; VLL. εὐβάστακτος. Auch übertr., τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτόν Plut. de garrul. 17.
-
4 συν-τομία
συν-τομία, ἡ, Abkürzung, Kürze; λόγων, Plat. Phaedr. 267 b; Ggstz ὄγκος λέξεως, Arist. rhet. 3, 6; ὁδοῦ, Plut. Ant. 41.
См. также в других словарях:
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… … Dictionary of Greek